- ἐθήλασεν
- θηλάζωsuckleaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναποψύχω — ἐναποψύχω (AM) 1. δροσίζομαι, αναψύχομαι 2. (κατ ευφημ.) ανακουφίζομαι σ έναν τόπο, αποπατώ 3. παθ. δροσίζομαι 4. παραδίνω το πνεύμα, ξεψυχώ («είς δορκάδα, ἥν ἐθήλασεν ὄφις, ὅθεν πιὼν ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek